Διονύσιος ο εκ Φουρνά
Ο Διονύσιος
ο εκ Φουρνά (περίπου 1670-1746) ήταν ιερομόναχος από τον Φουρνά Ευρυτανίας,
γνωστός αγιογράφος και συγγραφέας του έργου Ερμηνεία
της ζωγραφικής τέχνης και αι κύριαι πηγαί αυτής, το οποίο έγινε βασικό
εγκόλπιο των Ελλήνων και των ξένων αγιογράφων για τη συνέχιση, τη διάδοση και
την αναγέννηση της βυζαντινής αγιογραφικής τέχνης από τις αρχές του 18ου
αιώνα και εξής.
Το 1734 λόγω φθόνου των ομοτέχνων του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στον Φουρνά, όπου ασχολήθηκε με την οικοδόμηση της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής. Δίπλα στη Μονή ίδρυσε και σχολείο των κοινών γραμμάτων, καθώς και εργαστήριο αγιογραφικής τέχνης, το οποίο κατά τον Σέργιο Μακραίο, ο "πολύς εν σοφία" διδάσκαλος του Γένους Θεοφάνης, από το 1755 ανέδειξε σε σχολή για ανώτερες σπουδές. Η σχολή λειτούργησε μέχρι το 1784 και από αυτήν αναδείχθηκαν σπουδαίοι διδάσκαλοι και διαφωτιστές του υπόδουλου Γένους.
Σε όλο αυτό το διάστημα μέχρι το 1744 περιστασιακά επισκέφθηκε πάλι τον Άθω (1739) και την Κωνσταντινούπολη (1740 και 1744). Από όλο το ζωγραφικό του έργο στον Φουρνά, μετά από τους σεισμούς του 1966, σώζονται 3 εικόνες του 1733 που παριστάνουν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Ένθρονο Χριστό και τη Ζωοδόχο Πηγή, καθώς και μια εικόνα του 1725 που παριστάνει τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Γεννήθηκε γύρω στα 1670 στον Φουρνά Ευρυτανίας όπου και
πέθανε μετά το 1744, οπότε αναφέρεται για τελευταία φορά σ' ένα έγγραφο.
Σύμφωνα με άλλες πηγές πιθανότατα απεβίωσε το 1746. Πατέρας του ήταν ο ιερέας
Παναγιώτης Χαλκιάς. Όταν πέθανε ο πατέρας του αναγκάστηκε, ενώ ήταν σε ηλικία
12 ετών, να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστεί. Έμεινε εκεί 4
χρόνια και σε ηλικία 16
ετών εγκαταστάθηκε στον Άθω κι έγινε μοναχός και αργότερα ιερομόναχος. Στο Άγιο Όρος (Καρυές) συμπλήρωσε τις γραμματικές του γνώσεις
και διδάχτηκε την τέχνη της αγιογραφίας. Το 1711 ανέγειρε εκ βάθρων το κελί του στις Καρυές και το προς τιμήν
του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου παρεκκλήσιό
του, το οποίο εικονογράφησε και τοιχογράφησε.
Από το 1724 ως το 1728 ο Διονύσιος διέμενε στον Φουρνά, όπου
με τους μαθητές του τοιχογράφησε τον καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως του
Σωτήρος, ο οποίος δυστυχώς πυρπολήθηκε από τους Τούρκους πριν από την
Επανάσταση του 1821. Από το 1729 έως το 1734 επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου με τη
συνεχή μελέτη των έργων του Πανσελήνου και του Θεοφάνη και με την επίμονη
και αφοσιωμένη εργασία κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους αξιολογότερους
αγιογράφους της εποχής του. Σε αυτό το διάστημα και με τη βοήθεια του μαθητή
του, Κύριλλου του Χίου, έγραψε την Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και
αι κύριαι πηγαί αυτής.
Το 1734 λόγω φθόνου των ομοτέχνων του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στον Φουρνά, όπου ασχολήθηκε με την οικοδόμηση της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής. Δίπλα στη Μονή ίδρυσε και σχολείο των κοινών γραμμάτων, καθώς και εργαστήριο αγιογραφικής τέχνης, το οποίο κατά τον Σέργιο Μακραίο, ο "πολύς εν σοφία" διδάσκαλος του Γένους Θεοφάνης, από το 1755 ανέδειξε σε σχολή για ανώτερες σπουδές. Η σχολή λειτούργησε μέχρι το 1784 και από αυτήν αναδείχθηκαν σπουδαίοι διδάσκαλοι και διαφωτιστές του υπόδουλου Γένους.
Σε όλο αυτό το διάστημα μέχρι το 1744 περιστασιακά επισκέφθηκε πάλι τον Άθω (1739) και την Κωνσταντινούπολη (1740 και 1744). Από όλο το ζωγραφικό του έργο στον Φουρνά, μετά από τους σεισμούς του 1966, σώζονται 3 εικόνες του 1733 που παριστάνουν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Ένθρονο Χριστό και τη Ζωοδόχο Πηγή, καθώς και μια εικόνα του 1725 που παριστάνει τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
0 σχόλια: