ΤΟ ΙΕΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΛΟΥΚΑ

Κατήγετο από την Αντιόχεια της Συρίας. Πιθανότατα ήταν ελληνικής καταγωγής. Το όνομά του σημαίνει φως (Lux - Lucis) = φωτεινός. Δεν ήταν Ιουδαίος. Υπήρξε από τους στενώτερους συνεργάτες και συνοδοιπόρους του απ. Παύλου. Τον ακουλούθησε στη Δευτέρα και Τρίτη περιοδεία του, μέχρι τη Ρώμη. Έμεινε μαζί με τον μέγα απόστολο των Εθνών και στην πρώτη και στη δεύτερη φυλάκισή του στη Ρώμη. Εκεί ως ιατρός που ήταν, προσέφερε τις υπηρεσίες του  στον πάντοτε φιλάσθενο Παύλο. Έγραψε το τρίτο Ευαγγέλιο όπου παρουσιάζεται η θαυματουργική εικόνα του Κυρίου. Το έγραψε στην Αχαϊα της Ελλάδος πριν το 62 μ.Χ., απ’ όπου πέρασε κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Έγραψε και την ιστορία της πρώτης Εκκλησίας, δηλ. τις Πράξεις κυρίως των δύο κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου κατά την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη 62 μ.Χ.. Δεν ήταν δηλ. μόνο απόστολος αλλά και ευαγγελιστής, ιατρός, ιστορικός και αγιογράφος διότι κατά την παράδοση, “της Θεοτόκου μας εχάρισε τον τύπον” δηλ. την μορφήν.
Εκήρυξε επίσης τον Χριστιανισμό στη Μακεδονία, Δαλματία και Γαλλία. Μαρτύρησε σε ηλικία 80 χρόνων στη Θήβα δι’ απαγχονισμού επί ελαίας. Τα οστά του μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη με τιμές ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος (337-361 μ.Χ., δευτερότοκος υιός του Μ. Κωνσταντίνου) και τα εναπέθεσε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Από εκεί τοάγιο λείψανο για καθαγιασμό και ευλογία διενεμήθη ως έχει συμβή  και με άλλους αγίους, σε διάφορα μέρη.
            Συνηθιζόταν τότε στις διάφορες εκστρατείες και μεγάλες εθνικές στιγμές της Αυτοκρατορίας και του μαρτυρικού γένους μας οι Βασιλείς και οι στρατηγοί να παίρνουν μαζί τους για θεία ενίσχυση άγια λείψανα και εικόνες. Έτσι σε κάποια εκστρατεία του Νικηφόρου Β΄ το 1358 εναντίον των Αλβανών, που είχαν επαναστατήσει και λυμαίνονταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου ο Νικηφόρος  σκοτώθηκε στη μάχη μεταξύ Αιτωλικού και Αγγελοκάστρου και διαλύθηκε ο στρατός του. Ένας μοναχός έφερε μαζί του το άγιο λείψανο τη ζωγραφική χείρα του Ευαγγελιστού Λουκά ακολουθώντας το στρατό, και να μην πέση στα χέρια των εχθρών της Αυτοκρατορίας και βεβηλωθή, πήγε και το έκρυψε στο Μοναστήρι του Αγ. Νικολάου του Νέου του εν βουναίνης της Κόριτσας Κλειτσού που είχε κτισθή το 1282 μ.Χ. - πιθανόν να ήτο Σταυροπήγιο, ανήκον κατευθείαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπήρχε στον απρόσιτο εκείνο τόπο οργανωνμένος μοναχικός βίος - Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα εις πείσμα της φθοράς του χρόνου και των ιστορικών και άλλων ανακατατάξεων και συνθηκών για περίπου 650 χρόνια.
          Στο αρχείο του ναού της ενορίας αγ. Νικολάου του Νέου στον Κλειτσό Ευρυτανίας υπάρχουν σιγίλλια γράμματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πολεως και νέας Ρώμης Νεοφύτου (1789-1794 μ.Χ. και 1798-1801 μ.Χ.) του Ζ΄ και του Επισκόπου Λίτζάς και Αγράφων Ιακώβου που αναφέρονται στο κειμήλιο αυτό και κατοχυρώνουν την αυθεντικότητα και γνησιότητα του, ως “υπερθαύμαστον θησαυρόν, ήτοι το ιερόν οστούν μετά κηρομαστίχης και λίθων πολυτελών και λαμπρού όνυχος ενός κεκοσμημένου, του Ευαγγελιστή Λουκά” (Απρίλιος του 1975, ο Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος 1793 - 1842)
            Η “ζωγραφική χείρ” έτσι λέγεται, του Αγίου Ενδόξου  και Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά είναι σήμερα, μαζί με την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Προυσιωτίσσης προερχομένη κι αυτή από το χέρι του αγίου κατά την παράδοση το θαυμαστότερο και εντυπωσιακότερο ιερό κειμήλιο της Ευρυτανίας και όλης της Στερεάς Ελλάδας. Αποτελείται από το τμήμα του (αριστερού) χεριού του αποστόλου από τον αγκώνα μέχρι το μετακάρπιο. Κατά το ήμισυ διατηρεί και την αποξηραμένη σάρκα. Φέρει σήμερα τρείς πολύτιμους λίθους κι ένα λευκό πετράδι πάνω σε τμήμα της σάρκας. Φυλάσσεται μέσα σε μια αργυρή ομοιόσχημη του τμήματος του χεριού μέχρι κατων δακτύλων οστεοθήκη, για να υπογραμμίζει συγχρόνως τη μορφή και το σχήμα του κειμηλίου που περιέχει. Από το σκεύος της οστεοθήκης είναι συνδεδεμένο με αλυσίδα σε μια άκρη και μέσα σ’ ένα αδιακόσμητο ασημένιο κέλυφος που φέρει θυρίδα, ένα από τα νύχια του χεριού του Ευαγγελιστού Λουκά.
            Ο μεγάλος αυτός θησαυρός δεν αποτελεί μόνον το σέμνωμα την ιερή καύχηση, τον πολυτιμότερο θησαυρό, την ελπίδα και ενίσχυση των ευσεβών κατοίκων του χωρίου Κλειτσός, απ’ όπου άλλωστε κατάγεται και ο νέος ιερομάρτυς Κυπριανός (1679 μαρτυρήσας εν Φαναρίω προ της Πύλης των Πατριαρχίων: 5/7/1679) ο εκ Κώμης Κλειτσού των Αγράφων καταγόμενος, και των απανταχού αποδήμων του και όλων ασφαλώς των Ευρυτάνων, αλλά  και όπου μεταφέρθη το άγιο λείψανο, επετελέσθησαν “σημεία θαυμαστά και ιάσεις παντοδαπάς” εις τους μετά πίστεως προσελθόντας και επικαλεσθέντας την βοήθειαν του αγίου Αποστόλου.
            Δεν μένει λοιπόν παρά το ορθόδοξο και πνευματικό καθήκον πάντων των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών και δη  των περί τας 30 χιλιάδας εν Φθιώτιδι διαβιούντων Ευρυτάνων, που δεν είχαν την ευκαιρίαν, να προσκυνήσουν και ασπασθούν στον τόπον του το τίμιον λείψανον, να προσέλθουν και να αντλήσουν από τη χαριτόβρυτη χείρα του αγίου Αποστόλου      του αγαπητού ιατρού Λουκά (Κολ. δ΄ 14) κατά τον Απόστολο Παύλο, αγιασμόν και σωτηρίαν ψυχών και σωμάτων. Επίσης ο ιατρικός κόσμος και οι νοσηλευτές, οι ασθενείς και οι συγγενείς, οι επιστήμονες και σοφοί, οι συγγραφείς και ευσεβείς καλλιτέχνες όλοι, κλήρος και λαός
“Δεύτε ασπασόμεθα ευλαβώς χείρα την Αγίαν ιστορήσασαν θαυμαστώς τα της θεοτόκου εν Ευαγγελίω, Λουκά του Θεοφόρου” άδοντες και ψάλλοντες με μια φωνή εκ των μυχίων της καρδίας μας “Μακαρίζομέν σου την δεξιάν, Λουκά θεηγόρε, δι’ ης έχομεν οι πιστοί, τας του Θεού Λόγου, διττάς αγίας πλάκας και την σεπτήν εικόνα της Θεομήτορος”.
            Είναι λοιπόν μεγάλη ευλογία για την Εκκλησία μας η ύπαρξη των αγίων λειψάνων μαζί με τον Τίμιο Σταυρό και τις άγιες και θαυματουργές εικόνες. Είναι τα δώρα και αναμνηστικά των αγίων και η ευλογία του ουρανού. Βέβαια οι αιρετικοί δεν τα παραδέχονται αυτά, αλλά εμείς πειθαρχούμε στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ακούμε την φωνή της Παραδόσεως και σεβόμαστε την πράξη της Εκκλησίας μας, τόσους αιώνες τώρα και δεν λογαριάζουμε καθόλου τους χθεσινούς αιρετικούς και τις ασέβειές των.  Εμείς, η αγία, Μία και Μόνη Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει την αληθή Θεολογίαν περί των αγίων Λειψάνων.

Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ

             Και τούτο διότι δεν υπάρχουν νεκροί για την πίστη μας και για την Εκκλησία μας. Δεν υπάρχουν νεκροί για τον Θεό. Όλοι ζουν. Ο Θεός μας είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών. Είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Είναι ο Θεός των αγίων μας και των οσίων μας. Αποστόλων, Μαρτύρων, Ομολογητών, Εγκρατευτών, Διδασκάλων και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου.
            Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος δεν χάνεται, δεν σβήνει. Συνεχίζει με άλλον τρόπον την ζωήν του. Η ψυχή ζη τον Θεό. Στον Θεόν. Το σώμα απλώς φιλοξενείται στον τάφο και αποσυντίθενται για να αναστηθή ξανά νέο, άφθαρτο, ένδοξο στη Δευτέρα Παρουσία. Όσο λοιπόν πιο άγιος είναι αυτός ο άνθρωπος  τόσο πιο κοντά βρίσκεται στον Θεό, τόσο δύναμη έχει η προσευχή του  και παρρησία η πρεσβεία του για μας.
            Όταν ζούσε ο απ. Παύλος επί της γης προσευχόταν για τους πιστούς και η προσευχή του θαυματουργούσε. Έκανε και ο ίδιος θαύματα ιαματικά, προορατικά, ελευθερωτικά των δαιμονίων. Μάλιστα τα μαντήλια του και οι πετσέτες του που σκουπίζονταν από τον ιδρώτα , έκαναν ιάσεις παντοδαπάς. Στον άλλο κορυφαίο, τον απόστολο Πέτρο η σκιά του εθεράπευε και θαυματουργούσε. Αυτό τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει- και συνέβαινε-  με πλήθος αγίων εν ζωή. Δηλ. τώρα οι απόστολοι και οι άγιοι πέθαναν. Δεν ζουν; Έσβησαν, χάθηκαν;  Αυτό λένε οι αιρετικοί προτεστάντες. Μόνο όσο ζούσαν, μετά τίποτα. Χάθηκαν όλα. Λάθος! Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι ζούνε, διότι ο Θεός μας είναι Θεός ζωντανών (Ματθ. κβ΄ 31-32). Επιγείων, καταχθονίων και επουρανίων. Εμείς πιστεύουμε στην Ανάσταση και στην άλλη ζωή. Δεν υπάρχουν νεκροί για την Αγ. Γραφή και την ορθόδοξη πίστη μας.
            Τότε οι άγιοι είχαν τα αντικείμενα τα αγιασμένα με τη χάρη του Θεού που είχαν οι ψυχές τους και τα σώματά τους. Τώρα μας άφησαν τα λέιψανά τους, τα απομεινάρια τους, τα ίδια τα σώματά τους. Κα΄τι πολύ πιο δικό τους και ευλογημένο.


NEO  EΥΡΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΤΣΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΕΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΛΟΥΚΑ

      Εἶναι γνωστὸ στοὺς περισσοτέρους, οἱ ὁποῖοι κατάγονται ἀπό τή ΣτερεάἙλλάδα, ὅτι στὸ Χωρίο τῆς Εὐρυτανίας ΚΛΕΙΤΣΟΣ καὶ στὸν οἰκισμὸ Κορίτσης, τῆς Κοινότητος παλαιότερα, τώρα Δημοτικοῦ Διαμερίσματος Κλειτσοῦ τοῦ Δήμου Φουρνᾶς, ἔχει θησαυρισθῆ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους «κειμήλιον πανθαύμαστον» ἡ «ζωγραφικὴ χεὶρ –τμῆμα- μεθ’ ἱεροῦ ὄνυχος λαμπρῶς κεκοσμημένα» τοῦ τρίτου Εὐαγγελιστοῦ, Ἰατροῦ ἀγαπητοῦ καὶ πρώτου Ἱστορικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας Ἁγίου Λουκᾶ. «Φυλάσσονται μέσα σὲ ἀργυρὴ θήκη ἐκπληκτικῆς ἀσημουργικῆς τέχνης ἀπὸ ἑπτὰ περίπου αἰώνων καὶ ἀποτελοῦν Βυζαντινὴ Κληρονομιὰ ὅλων τῶν Εὐρυτάνων καὶ τῶν Κλειτσιωτῶν εἰδικώτερα»(1). Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Νεόφυτος ὁ Ζ΄ τὸ 1799(2), ὁ Ἐπίσκοπος Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων Δοσίθεος ὁ Σοφαδίτης  τὸ 1795 καὶ ὁ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων Ἰάκωβος τὸ 1797, μιλοῦν ἐγκωμιαστικὰ γιὰ τὸ Ἱερὸ Λείψανο.
       Τὸ Ἱερὸ Κειμήλιο τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἔφθασε στὴν περιοχὴ τοῦ Κλειτσοῦ τὸ 1357 ἢ 1358, ἀπὸ ἕνα ἀξιωματικό του αὐτοκράτορα Νικηφόρου Β΄. Ὁ αὐτοκράτορας εἶχε πάρει ὡς εὐλογία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὸ Τίμιο Λείψανο καὶ τὸ ἔφερνε πάντοτε μαζί του κατὰ τὶς μάχες ἐναντίον τῶν τουρκαλβανῶν ποὺ λυμαίνονταν τότε τὴν περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας καὶ τῶν Ἀγράφων. Σὲ μάχη ὅμως κοντὰ στὸ Ἀγγελόκαστρο Αἰτωλοακαρνανίας σκοτώθηκε ὁ Νικηφόρος καὶ ὁ εὐσεβὴς ἀξιωματικός του μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ παρέδωσε τὸ Λείψανο σὲ Μετόχι τῆς πολὺ γνωστῆς στὰ χρόνια ἐκεῖνα Γυναικείας –μᾶλλον- Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις, χρονολογουμένης ἀπὸ τὸ 1282 μ. Χ. καὶ εὑρισκομένης στὸν Οἰκισμὸ Κορίτσα τῆς Κώμης Κλειτσοῦ τῶν Ἀγράφων, ἡ ὁποία, ἄς σημειωθῆ, σήμερα εἶναι Ἐνοριακὸς Ναός(3). Τὸ Μετόχι τῆς Μεγαλόχαρης Κυρίας Θεοτόκου, εὑρισκόμενο λίγα χιλιόμετρα πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονή, στὴ θέση Παναγιὰ –σήμερα Ἅγιος Κυπριανὸς - ἐφιλοξένησε μὲ συγκίνηση τὸ οὐράνιο δῶρο, τὸ παρέδωσε ὅμως στὴν κυρίαρχη Μονή, ὡς ὤφειλε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφή της ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τῶν ἀλβανιστῶν.
         Ἀξίζει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ παλαιὰ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις ἐτύγχανε Μεσαιωνικὸ Βυζαντινὸ κτίσμα μὲ θαυμάσια ἀρχιτεκτονική, μὲ φορητὲς εἰκόνες Μακεδονικῆς τεχνοτροπίας, μὲ τοιχογραφίες, ξυλόγλυπτα, ψηφιδωτά, κάποια ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώθηκαν καὶ μετὰ τὸν βομβαρδισμὸ τοῦ ναοῦ τὸ 1948 καὶ φυλάσσονται μέχρι σήμερα μαζὶ μὲ ἄλλα τίμια λείψανα, βιβλία, χειρόγραφα, σταυροὺς εὐλογίας, χρυσοκέντητους ἐπιταφίους στὸ παρακείμενο τοῦ κυρίως ναοῦ βυζαντινὸ Μουσεῖο-Παρεκκλήσιο τοῦ ἀπ. Παύλου.
        Ὁ σταυροπηγιακὸς χαρακτήρας τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ ἔκανε γνωστὸ στὰ πέρατα τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς 22 Ἰουλίου 1997, ἐξ ἀφορμῆς οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν, στὸν ἐνοριακὸ πλέον ναό, βρέθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὑπάρχον σήμερα Ἱερὸ Βῆμα λειψανοθήκη μὲ τρία εὐμεγέθη ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου καὶ Μαρίνης καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Τὰ τιμιώτατα αὐτὰ λείψανα τὰ ἀπέστειλε στὸ Μοναστήρι, ὅπως γράφεται ἐγχάρακτα πάνω στὴν Λειψανοθήκη, τὸ 1520 μ. Χ., ὁ ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Νεάγκος Βασσαραβᾶς(4). Μάλιστα ἡ λειψανοθήκη αὐτὴ βρισκόταν κατὰ τὶς μαρτυρίες τῶν ἐργαζομένων καὶ ζώντων μέχρι αὐτὴ τὴ στιγμή, μέσα σὲ κερί, γεγονός, ποῦ μας κάνει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἦταν λείψανα καθαγιασμοῦ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ἐγκαινίων τοῦ Καθολικοῦ της Μονῆς προερχόμενα μὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ ἀπὸ τὸ Φυτόν-Ὀπὴν τῆς Ἁγ. Τραπέζης (5).                                                         
       Τὸ ἀποστολικὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ –γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε ἀκριβῶς στὸ θέμα μας- εὑρισκόμενο πλέον στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐπετέλεσε διά μέσου τῶν χρόνων πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Σχετικὰ μὲ τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου ὁ Ἐπίσκοπος Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων Ἰάκωβος γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«Ὡς δὴ θησαυρός, ὅπου προσεκλήθη καὶ εὐλαβῶς ἐτιμήθη καὶ προσεκυνήθη, ἰάσεις καὶ θαύματα ἀναρίθμητα ἐπετέλεσε,δαίμονες ἀπηλάθησαν, νόσοι χαλεπαὶ ἐφυγαδεύθησαν, κρεατοὶ ἠφανίσθησαν, κεφαλαλγίαι δειναὶ ἔληξαν, ἀκρίδες λυμαντικαὶ διεφθάρησαν καὶ ἄλλα πλεῖστα θαύματα καὶ σημεῖα ἐγένετο τὴ τοῦ Ἀποστόλου χάριτι καὶ ἁγιότητι». [Στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 2004 μετεφέρθη τὸ ἅγιο λείψανο ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καρπενησίου κ. Νικόλαο στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Λαμίας, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἁγίου Φθιώτιδος, πρὸς προσκύνησι καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν. Στὴ γενομένη Ἱερὰ Ἀγρυπνία ἐθεράπευσε ὁ Ἅγ. Λουκᾶς, ὁ καὶ πολιοῦχος καὶ ἐλευθερωτὴς τῆς Λαμίας, μοναχόν της Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος ἀπὸ στομαχικὴ πάθηση](6).
        Θέμα ὅμως τὸ ὁποῖο ἀπασχολοῦσε πάντοτε τίς διάνοιες τῶν πιστῶν, εὐσεβῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, Ἐφημερίων, ἐπιτρόπων, συνδρομητῶν καὶ ἀνακαινιστῶν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν, ἦταν σχετικὰ μὲ τὸ ποῖο ἦταν τὀ χέρι τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Τό δεξιό ἤ τό ἀριστερό; Τὸ ἅγιο λείψανο ὡς ἐκ τῆς φύσεως καὶ τῆς τωρινῆς μορφῆς του δὲν ἀπέδιδε τὴν ἀπάντηση. Ἔτσι ὅλοι ὠνόμαζαν αὐτὸ «ζωγραφικὴ χεὶρ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ». Εὐδόκησεν ὅμως ὁ Ἅγιος Θεὸς καὶ βρέθηκε πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες, ἀπὸ τοὺς ἀφωσιωμένους ἐπιτρόπους τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ-Προσκυνήματος, κ.κ. Λουκᾶ Παυλέτση καὶ Λουκᾶ Διαμαντῆ, μέσα στὰ Βιβλία-Μηνολόγια τοῦ προμνημονευθέντος Μουσείου-Παρεκκλησίου, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ –«ἁπανταχοῦσα»- ἐντολῇ τοῦ «Σεβασμιωτάτου  Ἁγίου Γέροντος τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης», (στὴν ὁποία ὑπαγόταν ἡ Ἐπισκοπὴ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων), γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ Ἐπιτρόπου τότε τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου Η΄ του Καλλιάρχου επονομαζομένου [1791-1806] (7) Ἱεροδιακόνου Ἰωσὴφ μὲ ἡμερομηνία 19/2/1798 καὶ θέμα τὴ διενέργεια λογίας-ἐράνου, διὰ τῆς περιφορᾶς τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς «κατασαθρωθείσης Ἱερᾶς Ἐκκλησίας». Μέσα λοιπὸν σ’ αὐτὴ τὴ Μητροπολιτικὴ ἐπιστολή-Ἐγκύκλιο ἀναφέρεται δυὸ φορὲς ὅτι πρόκειται περὶ τῆς «θαυματουργικωτάτης καὶ χαριτοδότιδος ἀποστολικῆς δεξιᾶς» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Παραθέτομε τὸ κείμενο αὐτούσιο.
     «Οἱ ὑπὸ τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου ἡμῶν ἁγίου Γέροντος τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης διατελοῦντες εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς, καὶ λοιποὶ χριστιανοί, μεγάλοι τὲ καὶ μικροί, χάρις εἴη ὑμῖν θεόθεν, καὶ παρὰ τοῦ ἁγίου ἠμῶν Δεσπότου εὐχὴ καὶ εὐλογία. Ἐπειδὴ ἡ ἐν τῷ χωρίῳ τῶν Ἀγράφων ὀνομαζομένῳ Κλειτζῷ διατελοῦσα Ἱερὰ Ἐκκλησία τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, πλουτοῦσα κειμήλιον θαυμασιώτατον τὴν θαυματουργὸν ἁγία χεῖρα τοῦ ἐνδόξου ἐν Εὐαγγελισταῖς Ἀποστόλου Λουκᾶ, ὑπὸ τῆς πολυκαιρίας κατασαθρωθεῖσα, χρειάζεται νὰ ἀνακαινισθῇ, καθὼς γίνεται δῆλον, ἐξ ὧν ἐπιφέρει ἀρχιερατικῶν γραμμάτων ὁ λογιώτατος κὺρ Γεώργιος, ὁ εἰς μικράν βοήθειαν τῆς ρηθείσης Ἱερᾶς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς θαυματουργικωτάτης ἀποστολικῆς δεξιᾶς περιερχόμενος, διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς ἱλαρῶς αὐτὸν ἀποδεξάμενοι, ἐπίδοτε αὐτῷ πλουσίᾳ χειρὶ τὴν ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ λάβητε πλουσίαν τὴν χάριν, καὶ ἀφθονοπάροχον τὸν ἁγιασμὸν ἐκ τῆς χαριτοδότιδος ταύτης δεξιᾶς τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ, καὶ ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἐνδόξου Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, ὧν αἱ πρὸς Θεὸν πρεσβεῖαι, καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγίου ἡμῶν Δεσπότου, ἐξαποστείλαιεν τὴν θείαν χάριν ὑμῖν ἔν τε τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.

               1798: Φεβρουαρίου 19: Ἐν Λαρίσῃ
      + Ὁ τοῦ Ἁγίου Λαρίσης Ἐπίτροπος Ἱεροδιάκονος Ἰωσήφ».

    Εἶναι εὔκολο, καθότι καὶ αὐτονόητο, νὰ καταλάβη ὁ καθένας, ποίας τιμῆς καὶ εὐλογίας ἔχει ἀξιωθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ Κώμη Κλειτσὸς τῶν Ἀγράφων, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα φιλοξενεῖ καὶ δυὸ τεμάχια τιμίων λειψάνων, πού εὐωδιάζουν διαρκῶς, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου (+9 Μαΐου), τὰ προμνημονευθέντα λείψανα ποὺ ἔστειλε ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Νεάγκος τὸ 1520, τίμιο λείψανο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βραχωρίτου, Τίμιο Ξύλο,  καὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ὁποίας Κώμης ἀνεδείχθη ἐπὶ Τουρκοκρατίας ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κυπριανὸς ὁ Νέος, (Κούστελος ἦταν τὸ ἐπώνυμό του), ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὁμολόγησε τὴν «καλὴν ὁμολογίαν» στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἐμαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 1679.

Μὲ τὴν εὐλογία  τοῦ  Σεβ/του Μητροπολίτου Καρπενησίου Κ. κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ τοῦ Αʹ
                       
Ἀρχιμ. π. Σεραφεὶμ Τρύφ. Ζαφείρης, Ἱεροκῆρυξ  Ἱ. Μ. Φθιώτιδος

Παραπομπές:
(1) Γ. Φλωράκη, Φώτ. Θεοδωράκη & Ν. Φλωράκη, Ἱστορικὸν τοῦ Θαυματουργοῦ Κειμηλίου, Ἀθῆναι 1956, σελ. 3.
(2) Λουκᾶ Διαμαντῆ, Τὰ Ἱερὰ καὶ Ἱστορικὰ Κειμήλια τοῦ Κλειτσοῦ, στὴν Ἐφημ. «Τὰ Νέα τοῦ Κλειτσοῦ», Ἰούλ-Σεπτ. 2000, σελ. 9, 13.
(3) Πάνου Βασιλείου, Ἐπισκοπῆ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων, Ἀθήνα 1960, σελ. 3-4.
(4) Ἔγγραφο τοῦ Δήμου Φουρνᾶς ἐν Ἀρχιμ. Σεραφεὶμ Ζαφείρη, Ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς ὁ Νέος, Λαμία 2005, σελ. 9-10.
(5) Προσωπικὴ Ἐπικοινωνία: 8-11-2005
(6) Προσωπικὴ ἐπικοινωνία: 20-10-2004
(7) Αρχεία Ι. Μητρ. Λαρίσης, σελ. 112-113




3 σχόλια: